- αλλύλιο
- το Χημ.η οργανική ακόρεστη μονοσθενής ρίζα: CH2=CHCH2__.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιναπέλαιο — το / σιναπέλαιον, ΝΑ νεοελλ. χημ. συνοπτική ονομασία τών αιθέριων ελαίων που εξάγονται από τους σπόρους τού σιναπιού και περιέχουν ως κύρια συσταστικά τους ισοθειοκυανικές ενώσεις, από τις οποίες σημαντικότερη είναι το ισοθειοκυανικό αλλύλιο ή… … Dictionary of Greek
αλλυλικός — ή, ό 1. αυτός που περιέχει τη ρίζα τού αλλυλίου 2. ο σχετικός με τα παράγωγα τής αλλυλικής αλκοόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλύλιο* + κατάλ. ικός, πρβλ. αγγλ. allylic] … Dictionary of Greek
προπενύλιο — το, Ν χημ. μονοσθενής ακόρεστη οργανική ρίζα, ισομερής προς το αλλύλιο, τής οποίας η παρουσία στο μόριο μιας οργανικής ένωσης δηλώνεται με το αντίστοιχο πρόσθημα, λ.χ. προπελαγουαϊακόλη … Dictionary of Greek